- πέταμα
- το, -ατοςβλ. πέταγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πέταμα — το βλ. πέταγμα … Dictionary of Greek
αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
αποβολιμαίος — ἀπολιμαῑος, ον (Α) 1. φρ. «ἀποβολιμαῑος τῶν ὅπλων» αυτός που πετάει τα όπλα του 2. ο ανάξιος λόγου, αυτός που είναι για πέταμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + βόλιμος < βόλος ή βολή < βάλλω] … Dictionary of Greek
απόβλημα — το (AM ἀπόβλημα) οτιδήποτε αποβάλλεται ή είναι για πέταμα … Dictionary of Greek
για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… … Dictionary of Greek
κελαηδισμός — και κελαϊδισμός και κιλαηδισμός και κελαδημός το κελάηδημα, το τραγούδι τών πουλιών («πέταμα και κελαϊδισμός στον πολυαγαπημένο τους ήλιο που βασιλεύει», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαηδώ. Οι γραφές κελαϊδισμός και κιλαϊδισμός αντί τής ορθής γρφ.… … Dictionary of Greek
πέταγμα — και πέταμα και πέτασμα, το Ν [πετώ] 1. η πτήση («το πέταγμα τών πουλιών») 2. η απόρριψη, το να πετάει κανείς κάτι άχρηστο («το πέταγμα τών σκουπιδιών στους δρόμους») … Dictionary of Greek
πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… … Dictionary of Greek
περικάταγμα — τὸ, Α οτιδήποτε απομένει μετά από καθαρισμό και είναι για πέταμα, το απόβλημα, το σκύβαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κάταγμα «σπάσιμο κομμάτι, τεμάχιο»] … Dictionary of Greek
πεταξιά — η, Ν 1. το πέταμα, η ρίψη («τού δωσα μια πεταξιά στα σκουπίδια») 2. η εγκατάλειψη («τα παιδιά του τού δωσαν μια πεταξιά τώρα που γέρασε») 3. η σύντομη επίσκεψη («θά ρθω το απόγευμα μια πεταξιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεταξ τού αορ. πέταξ α τού πετώ + … Dictionary of Greek